Υπάρχουν κάτι φορές στην ζωή, που μπαίνει ένα στοίχημα ποιος θα παίξει , ποιος θα νικήσει και ποιος θα κρατάει τα χαρτιά.
Μια μαύρη ”πειρατική” μπαντάνα στην κεφαλή, ένα κλωνάρι βασιλικός στο δεξι αυτί, ούλοι οι στίχοι του Ερωτόκριτου απιθωμένοι στο μέσο. Κατά μεσής ετούτου του αστείου που μάθαμε πάππου προς πάππου να το λέμε ζωή.
Και εκεί κάτω από τα γκρέμια, να μαζεύεις χαμόμηλο με χαλινάρια, να κερνάς τσικουδιά ”δανεικη”, δανεισμένη έλεγες και έτσι θαρρώ πως ήταν, εκεί στον οίκο αντοχής. Με πήγες, μου είπες, πρόσεχε που πατάς, εγώ κοιτούσα αλάργα, όχι τα χνάρια μωρέ, μου είπες, τα πατήματα να κοιτάς, αλλά νωρίτερα, όχι μετά.
Προφήτης Ηλίας, Κυπαρίσσι, Αρχάνες στο Πλουμί, Εσύ, ο Γιάννης ο Σωμαράκης , η κυρία Άννα, τα Παιδιά,ο Άρης μας, ο Αδάμ. Ο Ζωγραφάκης με τις ξυραφιές στο κέφι, ο Ηλίας στην γυροβολιά, ο Μεθυστής τον Νοέμβρη.
Ανάποδα ήρθαν τα πράγματα Δημήτρη.